- διορίζω
- διορίζω, διόρισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διορίζω — draw a boundary through pres subj act 1st sg διορίζω draw a boundary through pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορίζω — (AM διορίζω Α και ιων. τ. διουρίζω) [ορίζω] 1. χαράζω τα όρια, διαχωρίζω 2. καθορίζω, διατάζω, συμβουλεύω νεοελλ. εγκαθιστώ κάποιον σε μια θέση, τού αναθέτω επίσημα μια υπηρεσία αρχ. μσν. ορίζω, προστάζω αρχ. 1. ορίζω λογικά, δίνω ορισμό 2.… … Dictionary of Greek
διορίζω — διόρισα, διορίστηκα, διορισμένος 1. τοποθετώ σε θέση εργασίας: Διορίστηκε στο δημόσιο. 2. αναθέτω επίσημα κάποια υπηρεσία: Διορίστηκε δικαστικός αντιπρόσωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διορίζῃ — διορίζω draw a boundary through pres subj mp 2nd sg διορίζω draw a boundary through pres ind mp 2nd sg διορίζω draw a boundary through pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορίσω — διορίζω draw a boundary through aor subj act 1st sg διορίζω draw a boundary through fut ind act 1st sg διορίζω draw a boundary through aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναδιορίζω — διορίζω εκ νέου, ξαναδιορίζω κάποιον σε θέση που είχε και προηγουμένως ή σε άλλη καινούργια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διορίζω. ΠΑΡ. αναδιορισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στα Έγγραφα Ελλην. Κυβερνήσεως] … Dictionary of Greek
διοριεῖ — διορίζω draw a boundary through fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) διορίζω draw a boundary through fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοριζομένων — διορίζω draw a boundary through pres part mp fem gen pl διορίζω draw a boundary through pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοριζόμεθα — διορίζω draw a boundary through pres ind mp 1st pl διορίζω draw a boundary through imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοριζόμενον — διορίζω draw a boundary through pres part mp masc acc sg διορίζω draw a boundary through pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)